ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΑΛΟΧΩΡΙΟΥ
Ο χώρος που εκτείνονταν μεταξύ των προβούνων του Ξηροβουνίου και της Ολύτσικας ,του Άνω Καλαμά, του Μιτσικελιού και του Αράχθου και οροθετούσε τα αρχαία χρόνια ,το βόρειο τμήμα της χώρας των Μολοσσών, που από το 1200 π.χ είχαν εγκατασταθεί στην κεντρική και ανατολική Ήπειρο, εκτοπίζοντας τους Θεσσαλούς και τους Θεσπρωτούς, οι οποίοι περιορίστηκαν δυτικά της πεδιάδας των Ιωαννίνων μέχρι τις ακτές του ιονίου και του Αμβρακικού κόλπου. Η επέκταση των Μολοσσών συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα , στα τέλη του 7ο και στις αρχές του 6ο π.Χ αιώνα, Η προς ανατολάς οροθετική γραμμή, που χώριζε τα δύο εχθρικά φύλα, να ορίζεται από την ασβεστολιθική βουνοσειρά της Κοπάνης-Μανωλιάσσας, Κοσμηράς- Μεγάλης Τσούκας- Γραμμένου-Κληματιάς και Σιούτιστας. Κατά μήκος αυτής της γραμμής υπάρχουν δεκαπέντε τουλάχιστον οικισμοί μεταξύ των οποίων είναι και αυτός του αργότερα Καλοχωρίου. Σύμφωνα με τον Clarke ανατολικά του σημερινού χωριού αποφάνθηκε η περιφέρεια του είναι λιγότερη από 400 βήματα και τα μόνα ερείπια τειχών είναι σοροί που σημαδεύουν ένα τείχος. Πολλά χρόνια αργότερα επισκέφτηκε την θέση ο Σπύρος Μουσελίμης ο οποίος μας πληροφορεί ότι το κάστρο έχει σχήμα ισόπλευρου τετραγώνου που περικλείει έκταση 800 τ.μ. Γύρω από τον τειχισμένο οικισμό εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού , οι οποίοι άνηκαν στο Θεσπρωτικό φύλο και ασχολούνταν με την κτηνοτροφία ,την αλιεία και την γεωργία. Αυτά τα σύνορα διατηρήθηκαν μέχρι τον πελοποννησιακό πόλεμο. Τον 3ο αιώνα π.Χ και στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα σημειώνονται μετακινήσεις στρατευμάτων και καταστροφές και πολιορκίες στην ύπαιθρο με αποτέλεσμα οι Ηπειρώτες να συνοικίζονται σε οχυρωμένες πόλεις αποφεύγοντας τον κίνδυνο της υπαίθρου. Οπότε η τειχισμένη θέση του αργότερα Καλοχωρίου ήταν σημαντική γιατί έλεγχε με άλλες 16 οικισμούς τον ρου του ποταμού Καλαμά και μαζί με το κάστρο του Δεσποτικού έλεγχε το χερσαίο οδικό δίκτυο που οδηγούσε στις ακτές του Ιονίου πελάγους.
Στην περιοχή του σημερινού χωριού αναπτύχθηκαν οι θεσμοί της αλληλεγγύης και αλληλεξάρτησης. Αποτελούνταν από ελεύθερους ανθρώπους που καλλιεργούσαν την γή τους στα πλαίσια της οικογενειακής κοινοκτημοσύνης. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ακολούθησε από τον Βασιλιά Θαρύπα(395 π.Χ) η πολιτική ακμή και η διείσδυση των Μολοσσών στις περιοχές λάκκας Σουλίου, Ντουσκάρας και Βροσίνας με αποτέλεσμα το κάστρο του Καλοχωρίου να περιέλθει στην κατοχή τους. Και τότε ξεκίνησαν κάποιες μεταβολές με τον Βασιλιά των Μολοσσών Θαρύπα, όπως η εκσυγχρόνιση της διοίκησης , η κοπή του πρώτου νομίσματος η εισαγωγή του Αττικού αλφάβητου και η γραφή ,που ήταν άγνωστη στα ντόπια ηπειρώτικα φύλα καθώς και η εγκαινίαση της αντιαποικιακής πολιτικής με επέμβαση του Φίλιππου Β . Το 330 π.Χ και για κάποιους το 375 π.Χ οι κα΄τοικοι του Καλοχωρίου μετεέχουν στο νέο κράτος , που γεωγραφικά προσδιορίζεται από τον όρο <<άπειρος>> το οποίο ίδρυσαν όλα τα ηπειρώτικα φύλα καθώς που στο εξής ονομάζονται <<Απειρώται>> και η χώρα τους Ήπειρος . Οι κάτοικοι του οικισμού συμμετείχαν στις συνελεύσεις της Πασσαρώνας, στην ανάκτηση των εδαφών της Ιλλυρίας από τον βασιλιά Πύρρο ,των Ιονίων νήσων καθώς και τις εκστρατείες του Τάραντα και της Σικελίας καθώς και στις μάχες της Μακεδονίας και στην Κεντρική Ελλάδας πιστοί στον βασιλιά τους μέχρι τον θάνατο. Με τον θάνατο του Αλέξανδρου σήμανε το τέλος της δυναστείας των Αιακιδών και την αρχή του αβασίλευτου <<κοινού>> των Ηπειρωτών σε τραγικά δύσκολες στιγμές παρόλα αυτά οι τρείς λαοί Μολοσσοί, Θεσπρωτοί, Χαώνες ιδρύουν την Ηπειρώτικη Συμπολιτεία ψηφίζουν τον πρώτο καταστατικό χάρτη και κόβουν το νέο νόμισμα. Τον Ιούνιο του 168 π.Χ οι λεγεώνες του Αιμιλίου Παύλου και αφού κέρδισε τον βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα έφτασε στην Μολοσσία όπου του παραδόθηκαν οι οικισμοί εκτός Πασσαρώνα Τέκμονα Φυλακή και Όρραον που υπέκυψαν ύστερα από αντίσταση. Το 167 π.Χ με την μέθοδο της διαρπαγής πήρε τον χρυσό και το ασήμι της περιοχής και προέβη σε λεηλασίες. 70 πόλεις στην Ήπειρο καταστράφηκαν. Ενώ υπήρξαν αιχμάλωτοι και από το Καλοχώρι που μεταφέρθηκαν στην Ρώμη Για δούλοι.
Μετά την καταστροφή της Ηπείρου η περιοχή Καλοχωρίου κατοικήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα και ο δεύτερος χρονολογικά οικισμός βρισκόταν στην θέση <<Συκιές>> στην <<Προσωπάρη>> όπου και σώζονται πολλά χαλάσματα. Η μετακίνηση των πληθυσμών στην Ήπειρο έγινε κυρίως λόγο της χολέρας. Όπως επίσης και ο Βενετοτουρκικός πόλεμος που δημιούργησε ανώμαλη κατάσταση στην Ήπειρο. Στην θέση Άγιο Δημήτριο καλοχωρίου οι κάτοικοι ασχολούνταν με την κατασκευή τσουκαλιών που ήταν ευρύτερα διαδεδομένα στην Ήπειρο. Αυτή η δραστηριότητα των κατοίκων πιστοποιεί το τοπωνύμιο <<Τσουκαλά>>.
Ως προς το όνομα του χωριού σύμφωνα με τον Μπέττη υποστηρίζει πως το χωριό οφείλει το όνομα του στον αρβανίτη μπέη Καλούση που ήταν τσιφλίκι του το 1842. Σε μετέπειτα σύγγραμμα του το χωριό την συνοικισή του στον τσιφλικά γιαννιώτη Μεχμέτ Μπέη και αργότερα Πασα των Ιωαννίνων γνωστόν ως πασά Κάλο.Την πιο πιθανή άποψη ονομασίας του χωριού δίνει ο καθηγητής Κώστας Οικονόμουότι το καλοχώρι προήλθε από το τσουκαλοχώρι και ιδιαίτερα από τον εμπρόσθετο φωνητικο τύπο (stu tskaluhor) με συγκοπή του άτονου (u) και ανομοιωτική αποβολή του αρχικού (ts).
Το Καλοχώρι στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν είναι τσιφλίκι του αργυροκαστρίτη Αρβανίτη Καλούσμπεη όπως πιστοποιεί σχετικό έγγραφο της μονής Παλιουρής. Ο ιδιοκτήτης για την καλύτερη εκμετάλλευση του κτήματος , μετέφερε και εγκατέστησε νέους κολίγους καλλιεργητές αυξάνοντας έτσι τον πληθυσμό του. Εκτός από τρόφιμα οι αγρότες του Καλοχωρίου δίνανε στον ιδιοκτήτη ,δώρα όπως τρόφιμα, κότες , γάλα, αυγά και ακόμα όφειλαν να συντηρούν τους φύλακες και να καλλιεργούν την γη που δίνονταν σε αυτούς ως αντιμισθία των υπηρεσιών τους δωρεάν. Εκκλησιαστικά το χωριό άνηκε στην επαρχία Βελάς και Κόνιτσας. Μετά το 1822 έγινε αναπροσαρμογή των φόρων, υπήρχε ο φόρος με το όνομα <<μαχτού>> και το πλήρωνε κάθε νοικοκυριό του Καλοχωρίου δηλαδή ο σύζυγος που εκπροσωπεί την οικογένεια όπως επίσης οι φόροι επι της παραγωγής όπως η δεκάτη, οι έμμεσοι φόροι ,οι έκτακτες εισφορές και η δεκάτη των ζώων. Το 1856 καταργήθηκε η αρχή της προσωπικής απαλλαγής από την στρατιωτική θητεία και ο κεφαλικός φόρος αντικαταστάθηκε από τον στρατιωτικό ή αντισήκωμα όπου ήταν εξαγορά της στρατιωτικής θητείας. Η Οθωμανική κυβέρνηση επέβαλλε στον ανδρικό πληθυσμό, ηλικίας 16-60, την υποχρεωτική εργασία 4 ημερών των χρόνων αμισθί για έργα οδοποιίας και κατασκευής γεφυριών.