ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΣΤΡΙ
Το Καστρί είναι μικρό ορεινό χωριό του Νομού Ιωαννίνων, κτισμένο κοντά στην κορυφή του όρους Κασιδιάρη και υπαγόμενο στο Δήμο Ζίτσας. Στην περιοχή χρησιμοποιούνται εξίσου συχνά τα παλαιά ονόματα «Σιούτιστα» για το χωριό και «Σιουτιστινός» για τον κάτοικό του, αν και επισήμως καταργήθηκαν το 1950.
Η ονομασία Καστρί αποτελεί σύνηθες τοπωνύμιο για ορεινές περιοχές του νομού. Υπάρχει άλλο ένα χωριό στο Λάκμο με το ίδιο όνομα, καθώς και αρκετά υψώματα.
Το Καστρί βρίσκεται βορειοδυτικά των Ιωαννίνων, από τα οποία απέχει οδικώς 43 χιλιόμετρα μέσω της παλαιάς εθνικής οδού Ιωαννίνων - Ηγουμενίτσας (Ε92-Ε90). Σε υψόμετρο 800 μέτρων, είναι το ψηλότερο από τα χωριά του Κασιδιάρη.Ιδρύθηκε από Σουλιώτες φυγάδες ως Σιούτιστα, από το σλαβικό όνομα του Κασιδιάρη που παραπέμπει σε κατσίκα δίχως κέρατα (η ονομασία Κασιδιάρης υιοθετήθηκε αργότερα). Η επιλογή της τοποθεσίας οφείλεται στην ανάγκη πλήρους απόκρυψης από τους τουρκαλβανούς, αφού περιβαλλόμενο κυκλικά από τρεις κορυφές του βουνού, το χωριό δεν ήταν ορατό από πουθενά εκτός από την είσοδό του! Το ακριβές έτος ίδρυσης είναι άγνωστο, αλλά τοποθετείται στα πρώτα χρόνια μετά την κατάλυση της Σουλιώτικης Συμπολιτείας από τον Αλή Πασά (1803).
Η πρώτη αναφορά στο χωριό εμφανίζεται στο βιβλίο προσκομιδής της Μονής Σωσίνου. Επίσης ο άγγλος αξιωματικός Πυροβολικού Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ το αναφέρει ως «Shútista» σε περιηγητικό χρονικό που εκδόθηκε το 1835. Σε καταγραφή του 1856 εμφανίζονται 12 σπίτια και 18 οικογένειες και αποκαλείται εθνικό, δηλ. δεν ανήκε σε κάποιο οθωμανικό ίδρυμα ή αξιωματούχο όπως άλλα χωριά της περιοχής. Το 1865 αναφέρεται από τους μουχταροεπιτρόπους του (χαμηλόβαθμοι τοπικοί παράγοντες) ότι λειτουργούσε σχολείο, το οποίο όμως δε λειτουργεί σε αντίστοιχη αναφορά του 1887. Τέλος, στο «σαλναμέ» του βιλαετίου Ιωαννίνων για το οικονομικό έτος 1311 (Μάρτιος 1895 έως Φεβρουάριος 1896), όπου διασώζεται η τελευταία αναλυτική απογραφή της οθωμανικής περιόδου, το χωριό περιλαμβάνει 14 «χανέδες» (οικογένειες) και συνολικά 87 κατοίκους.Κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία - μάλιστα το χωριό διέθετε και ειδική σχετική περιοχή σε απόσταση 2 χιλιομέτρων, τη Σιάνιστα, που σήμερα έχει σχεδόν εγκαταλειφθεί. Η μικρή (λόγω του πετρώδους εδάφους και του υψομέτρου) γεωργική παραγωγή περιοριζόταν στην καλλιέργεια καλαμποκιού,κρεμμυδιού και κηπευτικών προϊόντων για οικιακή χρήση.
Μνημείο αυτής της περιόδου είναι η μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η οποία βρίσκεται στο βόρειο άκρο του χωριού και σώζεται μονάχα το ταπεινό καθολικό της - τα κελιά της καταστράφηκαν από πυρκαγιά σε αποθηκευμένα σιτηρά το 1944. Ελλείψει σχετικής τεκμηρίωσης, δεν είναι γνωστό εάν η μονή ιδρύθηκε μαζί με το χωριό ή πρόκειται για μετεξέλιξη παλαιότερης. Σίγουρα πάντως για κάποιο διάστημα κατά το 19ο αι. το μοναστήρι λειτούργησε και ως θεραπευτήριο για ψυχικά ασθενείς.
Ελεύθερη περίοδος
Παρά την κατακύρωση των Ιωαννίνων στην Ελλάδα με τη λήξη του Β βαλκανικού πολεμου , το 1917 η περιοχή κατελήφθη από ιταλικά στρατεύματα που επεδίωκαν την προσάρτηση τμήματός της στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Μαρτυράται ότι τμήμα του χωριού είχε δει με συμπάθεια την ιταλική κατοχή για πρακτικούς λόγους, ελπίζοντας πως θα απήλλασσε τον Κασιδιάρη από το «κατσαπλίκι» ζωοκλοπή.
Την ίδια περίοδο η μονή αγόρασε μικρά χωράφια στην κοιλάδα του Άνω Καλαμά (έξω από το χωριό Μαζαράκιι) προερχόμενα από εγκαταλελειμμένα τουρκικά τσιφλίκια, με χρήματα που πιθανώς προέρχονταν από δωρεές ληστών. Κάποια χωράφια δόθηκαν επίσης στις οικογένειες του χωριού με αναδασμό, όταν εγκαθιδρύθηκε οριστικά η ελληνική κυριαρχία. Η περιοχή αυτή έως σήμερα αποκαλείται «Καλύβια Σιουτιστινά» από τα πρόχειρα παραπήγματα όπου διέμεναν οι χωριανοί, όταν κατέβαιναν στον κάμπο για τις αγροτικές εργασίες.
Μετά τον εμφύλιο πόλεμο ξεκίνησε η περίοδος της μαζικής μετανάστευσης. Η αρχή έγινε από μέλη του δημοκρατικού στρατου που διέφυγαν σε χώρες του ανατολικού μπλόκ. Ακολούθησε στα επόμενα χρόνια η πλειοψηφία του χωριού σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, με προορισμό κυρίως την Αθήνα ή τη Δυτική Γερμανία και λιγότερο προς την Αυστραλία. Το Δημοτικό σχολείο έκλεισε οριστικά το καλοκαίρι του 1955. Η εσωτερική μετανάστευση συνεχίσθηκε έως και τη δεκαετία του '80 με δύο μορφές - είτε ως πλήρης μετοίκηση των οικογενειών, είτε ως μετανάστευση των ανδρών της οικογένειας.
Οι πρώτες επιδοτήσεις απο ΕΟΚ προς τους λίγους εναπομείναντες κτηνοτρόφους ανέκοψαν προσωρινά την τάση πλήρους ερήμωσης. Η σύνδεση με το δίκτυο της ΔΕΗ και η διάνοιξη αμαξιτής οδού (μέσα δεκαετίας '80), καθώς και η δημιουργία δικτύου ύδρευσης (1993), ώθησαν πολλούς ξενιτεμένους να κτίσουν σπίτια στο Καστρί για τους θερινούς μήνες.