ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΚΟΚΚΙΝΟΧΩΜΑΤΟΣ
Το χωριό Κοκκινόχωμα αποτελούσε ένα από τα Γραμμενοχώρια και βρισκόταν στην αριστερή όχθη του διασχίζοντος την περιοχή ξηρόλακκου Βαρκού, αντίκρυ του χωριού Αραχοβίτσα (σημερινή ονομασία Λευκοθέα).Ήταν από τα λίγα χωριά της επαρχίας Κουρέντων με καθαρά ελληνικό όνομα και αποτελούσε ένα από τα νεώτερα χωριά της.
Το χωριό αρχικά βρισκόταν στη θέση Παλιοχώρι και η λειψυδρία ανάγκασε τους κατοίκους να το εγκαταλείψουν και να χτίσουν νέο. Η ονομασία του χωριού προέρχεται από το σύνθετο κοκκινόχωμα κόκκινος+χώμα και ο κάτοικος του χωριού Κοκκινομαχίτης –ισσα. Σύμφωνα με τον Λαμπρίδη λοιπόν το δεύτερο συνθετικό του τοπωνυμίου πιθανώς να είναι το προσηγορικό μαχιάς, η μαχιά = το ξύλο της στέγης και συνεκδοχικά «η στέγη», σημασία με την οποία χρησιμοποιήθηκε η λέξη μεταφορικά, για να ονομάσει το «σαμαράκι» πάνω στο οποίο χτίστηκε το χωριό. Έτσι από τον τοπωνυμικό τύπο Κοκκινομαχιάς θα μπορούσε με την κατάληξη –ιτης να δικαιολογηθεί ο σχηματισμός του εθνικού Κοκκινομαχίτης –ισσα. Πρώτη γραπτή αναφορά του χωριού γίνεται στις 21 Αυγούστου 1788. Ήταν ιδιόκτητο (τσιφλίκι) και είχε σιούμπαση και μπέη. Κατά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα το χωριό είχε 31 σπίτια και ισάριθμες οικογένειες, υπάγονταν στην επισκοπή Βελάς και Κόνιτσας και ήταν ιδιόκτητο. Λίγο αργότερα, σύμφωνα με μαρτυρικό υπογραφόμενο από τους δημογέροντές τουστις 3 Ιουνίου 1866, το χωριό φέρεται σαν τσιφλίκι των Ριφάτ εφέντη και Μουρλάμπεη (Τουρκογιαννιωτών). Το 1873 (σύμφωνα με έγγραφο της μονής Παλιουρής) το χωριό φέρεται ως τσιφλίκι των Αχμέτμπεη και παιδιών του Μουρλάμπεη. Η μονή Παλιουρής κατείχε κτήματα και σπίτια του χωριού αυτού και το 1878 το αγόρασε ολόκληρο. Επίσης κατά τα τελευταία προαπελευθερωτικά χρόνια, ένας ιδιώτης ο Στεφανή Αράπης Γιαννιώτης κατείχε το 1/3 του χωριού. Το χωριό παρέμεινε υπό αυτό το καθεστώς (τσιφλίκι της Μονής Παλιουρής και του Στ. Αράπη) ως την απελευθέρωσή του. Με επανάσταση που εκδηλώθηκε το 1854, το χωριό κάηκε από το δερβέναγα Σουλεϋμάν Ταχήρη. Επίσης στα μέσα του περασμένου αιώνα το χωριό διατηρούσε σχολείο των κοινών ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ του Αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού, ανακαινισμένη πιθανότατα κοντά στο 1788. Η τεχνοτροπία της είναι ιδιόρρυθμη με τρεις δηλαδή κόγχες στις πλαγιές των χορών και την τρίτη του ιερού σταυροειδώς,του Αγίου Νικολάου, γύρω από την οποία υπάρχουν εμφανή ερείπια σπιτιών του Παλιοχωρίουτου Αγίου Αθανασίου, η οποία έχει ανακαινιστεί πρόσφατα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (ή Παναγιάς), (18 -19ος αιώνας) που βρίσκεται σε απόσταση 1,5km από τον οικισμό. Οι τρεις τελευταίες εκκλησίες, σύμφωνα με δήλωση των δημογερόντων του,είχαν στην κατοχή τους 9 κομμάτια αμπελοχώραφα από το εισόδημα των οποίων το 1/10 δινόταν στο «βασιλικόν χαζνέν» και με «τον ήμορονοικονομούμεν τα έξοδα των εκκλησιών και τον μισθόν του διδασκάλου». Και συνεχίζουν λέγοντας, πως δεν υπήρχε κανένα χαρτί κυριότητας, γιατί κλάπηκαν ναπό τα στρατεύματα κατά την επανάσταση του 1854.