ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΛΕΥΚΟΘΕΑΣ
Το χωριό Αραχοβίτσα (σημερινή ονομασία: Λευκοθέα) αποτελούσε χωριό των Γραμμενοχωρίων και ένα από τα αρχαιότερα της επαρχίας Κουρέντων αναφερόμενο συχνά σε Ηπειρωτικά μεσαιωνικά κείμενα.
Το όνομά του σλαβικής προέλευσης από το orech-καρυδιά και την τοπωνυμική κατάληξη –οβο σημαίνει τόπος με καρυδιές με τον υποκορισμό του σε –ιτσα μικρός τόπος με καρυδιές ή ακόμα μικρή καρυδιά .
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Είναι ένα από τα αρχαιότερα χωριά της επαρχίας Κουρέντων αναφερόμενο συχνά σε Ηπειρωτικά μεσαιωνικά κείμενα. Στις δυτικές παρυφές του χωριού και πάνω σε βράχο απότομο, σώζονται ερείπια κάστρου βυζαντινού με ίχνη δεξαμενών. Στη ρίζα του βράχου προς το διερχόμενο λάκκο Βαρκό, υπάρχει πλούσια πηγή νερού που ονομάζεται «Κεφαλή».
Όσον αφορά τον Πύργο του χωριού, γνωστός σήμερα με το αλβανικόόνομα Τσούκα, αναφέρεται στο Χρονικό των Γιαννίνων (το λεγόμενο και Κομνηνού και Πρόκλου), ότι το 1367 κατέχονταν από τον άρχοντα Ιωάννη Καψοκαβάδη αντίπαλο του Σέρβου Δεσπότη Θωμά Πρελούμπου και περιήλθε στον δεύτερο το 1380 μαζί με άλλα της περιοχής, μετά την απαλλαγή της από επιδραμόντες Αρβανίτες. Άλλες αναφορές για το χωριό με την ονομασία Αρδιλοβίσταν γίνονται στο γνωστό Χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Παλαιολόγου του Πρεσβυτέρου (Φεβρουάριος 1319), το οποίο παραχωρούσε στους Άρχοντες«Ιωαννινιώτες» σειρά προνομίων για να τους προσελκύσει στην κεντρική Βυζαντινή εξουσία καθώς και σε άλλο λίγο μεταγενέστερο Χρονικό, που αναφέρει ότι στις 31 Μαρτίου 1411 διανυκτέρευσε ο Δεσπότης Πάργας-Παραμυθιάς Κάρολος Τόκκος ο Α΄ και εδώ πλήθος κόσμου του επιφύλαξε θερμή υποδοχή. Κατά την εποχή της τουρκικής κατάκτησης (1430), η Αραχοβίτσα ήτανένα από τα 34 χωριά της επαρχίας που έσπευσε να προσκυνήσει τον Σινάνπασιά και να πάρει μέρος στις διαπραγματεύσεις για την παράδοσή του. Εξαιτίαςτης στάσης αυτής, το χωριό απέκτησε το προνόμιο να υπαχθεί στην προστασία της Βασιλομήτορος (Βαλιδέ Σουλτάνας) της οποίας αποτέλεσετιμάριο. Από την περίοδο αυτή και ως τα τέλη του 17ου αιώνα περίπου,αποτελούσε ένα από τα λίγα ακμαία χωριά της επαρχίας.
Πιθανώς μετά το 1690, αποσπάστηκε από τη Βασιλομήτορα και περιήλθε στη δικαιοδοσία αγνώστων Τούρκων μπέηδων. Στα μέσα του περασμένουαιώνα, σύμφωνα με στατιστική των χωριών της επαρχίας συναπτόμενη στοτέλος της Χρονογραφίας της Ηπείρου του Αραβαντινού, είχε 32 χριστιανικά σπίτια και 51 οικογένειες, υπάγονταν στην επισκοπή Βελάς και Κόνιτσας και ήταν ιδιόκτητο (τσιφλίκι). Το 1854 κατά την Ηπειροθεσσαλική επανάσταση του Γρίβα, μετά από συμπλοκή (στον παρακείμενο λόφο του Αι-Λιά) μεταξύ σώματος ατάκτων Αλβανών με αρχηγό τον Σουλεϋμάν Ταχήρ και ανταρτών με αρχηγό τον Δωδωναίο Παπαγιώργη, το χωριό λεηλατήθηκε και χάθηκε από τους Τούρκους. Κατά το 1873, σύμφωνα με έκθεση του επισκόπου Βελάς και Κόνιτσας το χωριό είχε 35 οικογένειες και διατηρούσε κοινό σχολείο με 13 μαθητές. Το1887, σύμφωνα με το Λαμπρίδη, το χωριό ήταν ιδιόκτητο και λειτουργούσε και το σχολείο, το οποίο φαίνεται ότι λειτουργεί σχεδόν κανονικά και κατά τα μετέπειτα χρόνια ως την απελευθέρωση. Οι τελευταίοι ιδιοκτήτες του χωριού ήταν οι Αρσή-αγάς Αργυροκαστρίτης (κατείχε το μεγαλύτερο μέρος του) και Ραχμή-μπεης Γιαννιώτης (που είχε στην ιδιοκτησία του 2 οικογένειες). Από τον πρώτο ιδιοκτήτη οι χωριανοί απελευθερώθηκαν το 1909 και από τον δεύτερο μετά το 1913. Το χωριό βρισκόταν παλαιότερα στην - παρά του Κάστρου - περιοχή και συγκεκριμένα στην τοποθεσία που λεγόταν Κάτω Χώρα ή Παληοχώρα.Σύμφωνα με την παράδοση η τοποθεσία αυτή καταστράφηκε πολύ νωρίτερααπό το έτος 1784 εξαιτίας σεισμού. Το χωριό κατά την τελευταία προαπελευθερωτική περίοδο παρουσίασε έντονη επαναστατική δραστηριότητα με ένοπλη ομάδα και πολλούς μυημένους στο Κομιτάτο.