ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΑΛΙΟΥΡΗΣ
Το χωριό Δραγουμή (σημερινή ονομασία: Παλιουρή) βρισκόταν παρά της μονής Παλιουρής και πάνω σε λόφο αποτελούσε ένα από τα μικρότερα χωριά της επαρχίας Κουρέντων.
Δραγομή. → Παλιουρή .Το όνομά του σλαβικό αποτελεί κυριώνυμο τοπωνύμιο,χωριό δηλαδή που ανήκε σε σλάβο Δραγομήρ ή Δραγόμηρον. Κατά τον Vasmer τέτοιο όνομα αναφέρεται στην ιστορία, όταν ο Σαμουήλ βασιλιάς των Βουλγάρων, κατά την εκστρατεία του στη Δαλματία τη Βυζαντινή, παραχώρησε στον θείο του ηγεμόνα της Διοκλείας Δραγόμηρο, την επαρχία της ίδιας περιοχής Τριβουντά. Ο ίδιος το σχετίζει και με τον τύπο «Υδραγεμή» δηλαδή μέρη γεμάτα νερό. Το χωριό μετονομάστηκε σε Παλιουρή από το κοντινό ομώνυμο μοναστήρι.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Βορειοδυτικά του χωριού και σε λόφο κωνικό και απόκρημνο πάνω από το ποτάμι (Σμολίτσα), σώζονται λείψανα αρχαίου φρουρίου που ήκμασε επί εποχής του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Αυτό αναφέρεται στο Χρονικό των Γιαννίνων, όταν ο Σέρβος Δεσπότης τους Πρελούμπος το ανακατέλαβε το1380 μαζί με άλλα της περιοχής κατεχόμενα από τους Αρβανίτες. Επίσης το αρχαίο κάστρο περικλείει το νεότερο, του οποίου διακρίνονται τα σκαλοπάτια,η είσοδος καθώς και ερειπωμένα κτίσματα κατάκορφα του λόφου. Οι χωρικοί έβρισκαν κατά καιρούς τριγύρω τάφους, διάφορα κεραμικά και νομίσματα Σύμφωνα με το Λαμπρίδη, το χωριό αυτό ήταν ένα από τα 34 της κατάκτησης, που προσκύνησαν τους Τούρκους και έτυχαν προνομιακής μεταρρύθμισης παραχωρηθέντα ως τιμάρια στη Βαλιδέ Σουλτάνα. Όμως ο Αραβαντινός δε συμφωνεί με τα λεγόμενα του Λαμπρίδη. Σύμφωνα με επίσημο έγγραφο της μονής Παλιουρής, το 1690 το χωριό ήταν τσιφλίκι του Χατζή Πασά Ζαντέ Ασήμπεη και μετέπειτα (σύμφωνα με την ίδια πηγή) ήταν τσιφλίκι του Μεχμέτ Χατζήπασια Ζαντέ Μεχμέτ πασιά προφανώς συγγενή του.Το 1835 χτίστηκε το πέτρινο γεφύρι πάνω στη Σμολίτσα, το οποίο είναι τομοναδικό της πρώην επαρχίας αυτής που σώζεται ως σήμερα.
Το 1856, σύμφωνα με τη στατιστική του Αραβαντινού, είχε 11 σπίτια και18 οικογένειες, υπαγόταν εκκλησιαστικά στην επισκοπή Βελάς και Κόνιτσας και ήταν ιδιόκτητο (τσιφλίκι).Το 1887, σύμφωνα με το Λαμπρίδη, ήταν κατά το ήμισυ εθνικό και κατά τα τελευταία προαπελευθερωτικά χρόνια ανήκε μέρος του ή όλο στη Βορειοηπειρωτική οικογένεια Πουτέτση (τους αδελφούς Πέτρο και Χαράλαμπο), από την οποία και απαλλοτριώθηκε το1923. Από το χωριό αυτό ξεκίνησε ως οπλαρχηγός , στις αρχές Οκτωβρίου1908, αφού διέφυγε τη σύλληψή του από τους Τούρκους, ο Γιάννης Πουτέτσης(Καπετάν Βοριάς και Καλαμάς), επίλεκτο μέλος της Ηπειρωτικής Εταιρίας(Κομιτάτου). Στις 11 Φεβρουαρίου 1913 έγινε μάχη στο χωριό μεταξύ του Τουρκικού Στρατού και αντάρτικου σώματος με αρχηγούς τους Κολοβό και Κρομμύδα.Το προαναφερθέν αντάρτικο σώμα είχε καταστρέψει την προηγούμενη τους μύλους της Βελτσίστας, με αποτέλεσμα το φόνο αρκετών Τούρκων και το κάψιμό του από τους τελευταίους. Το χωριό επίσης κάηκε και το 1854 από τον Αλβανό Δερβέναγα Σουλεϋμάν Ταχήρη.
Ιερά Μονή Παλιουρής Στην Παλιουρή βρίσκεται και η Μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου που χρονολογείται το 1690. Το καθολικό της Μονής είναι τρίκλιτη βασιλική που καλύπτεται με φουρνικά. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 1373 από το Σέρβο ηγεμόνα των Ιωαννίνων Θωμά Πρελιούμποβιτς και επανιδρύθηκε το 1688-90 από τον Παπαναστάση Αλεξίου από τη Ζίτσα. Σύμφωνα με επιγραφή, το καθολικό καταστράφηκε από Αλβανούς το 1782 και ανοικοδομήθηκε το 1786 από τον προεστό Ζαγορίου Καραμεσίνη και τον Δημήτριο Αθανασίου. Η Μονή πιθανώς ανακαινίσθηκε και το 1742. Εσωτερικά ο ναός κοσμείται με τοιχογραφίες του 1833, έργο των Ιωαννιτών ζωγράφων Θεοδοσίου και του γιού του Κωνσταντίνου. Η δυτική πλευρά του καθολικού δεν έχει τοιχογραφίες, ενώ η τοιχογραφία του Χριστού στη βόρεια είναι έργο του Ζωγράφου Διονυσίου Ζούκη από τους Καλαρρύτες. Στο ναό σώζονται εικόνες του 1678 (έργο του Εμμανουήλ Τζάνε) και του 18ου αι., καθώς επίσης και αντίγραφο χαλκογραφίας της Παναγίας της Κυπριακής Μονής Κύκκου. Ο ναός του μοναστηριού είναι ρυθμού βασιλικής τρίκλιτης με προεξέχοντατρούλο και εσωτερικά είναι πλήρως εικονογραφημένος εκτός της δυτικής του πλευράς, η οποία μετά την κατάρρευσή της (γύρω στο 1816) ανοικοδομήθηκε με αποτέλεσμα να περιοριστεί το μήκος του σε βάρος του νάρθηκα. Η θολωτή στέγη του ναού αποτελείται από 12 ισομεγέθεις θόλους διαταγμένους σε τρεις παράλληλες σειρές, στηρίζονται σε δυο κιονοστοιχίες από τρεις η κάθε μία κίονες. Το τέμπλο είναι ξυλόγλυπτο και περίτεχνο. Το μοναστήρι διέθετε μεγάλη περιουσία που προερχόταν τόσο από δωρεές και αγορές όσο και από χωράφια ποτιστικά και ξερικά καθώς και από αμπέλια, λιβάδια και ζώα μικρά και μεγάλα που κατείχε. Το μεγαλύτερο μέρος της κτηματικής περιουσίας της μονής απαλλοτριώθηκε το 1923 με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Τον Ιούνιο του 1782 το μοναστήρι καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Αρβανίτες του Αλή Τεπενλή. Το 1796 το μοναστήρι οικοδομήθηκε με τη σημερινή του μορφή και μάλιστα με τη συνδρομή του Αλή Πασιά των Ιωαννίνων. Το 1820 το μοναστήρι χάλασε (εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων) και στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε από τους μοναχούς που διέμεναν ως τότε. Το 1825 το μοναστήρι ανασυστάθηκε με ειδικό διάταγμα από τον Μεχμέτ Ρεσίτ Πασιά, τον Κιουταχή, Διοικητή των Ιωαννίνων. Τέλος το 1907 άρχισαν οι πρώτες μυήσεις μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας. Κοντά στην Ιερά Μονή Παλιουρής, υπάρχει ένας νερόμυλος που έχει χαρακτηριστεί ως ιστορικό μνημείο από την 6η Εφορία Νεωτέρων μνημείων και είναι κομμάτι της ιστορίας του τόπου, αφού εξυπηρετούσε βασικές ανάγκες των κατοίκων της περιοχής (άλεσμα, καθαριότητα ρούχων και επεξεργασία του υφάσματος). Είναι κτίσμα απλής λαϊκής αρχιτεκτονικής και εξαιτίας της εγκατάλειψής του κινδυνεύει να καταρρεύσει. Επίσης πάνω στηΣμολίτσα βρίσκεται χτισμένο πέτρινο γεφύρι που χτίστηκε το 1835 και είναιτο μόνο που σώζεται στην περιοχή και είναι σε καλή κατάσταση.
Γρηγόριος Παλιουρίτης
Ο Γρηγόριος Παλιουρίτης γεννήθηκε το δεύτερο μισό του ΙΗ αιώνα σταΓιάννενα και έζησε ως ιερομόναχος στην Μονή Παλιουρής, η οποία βρίσκοντανστην επαρχία των Ιωαννίνων. Εκεί στη Μονή ονομάσθηκε Παλιουρίτης επειδή ήταν άγαμος κληρικός. Ο Γρηγόριος μορφώθηκε, θρησκευτικώς, εκεί, όμως λόγω της φιλομάθειας του συνέχισε τις σπουδές του στην πόλη, αρχικά στην σχολή Μπαλάνου και στην συνέχεια στην σχολή όπου ήταν διευθυντής ο Αθανάσιος Ψαλλίδας και σε αυτή τη σχολή έγινε υποδιδάσκαλος. Ο Γρηγόριος διακρίθηκε λόγω της επιμέλειας και του θρησκευτικού του ζήλου και κατόρθωσε να μορφωθεί άριστα και να μάθει την λατινική και την ιταλική γλώσσα. Η χρηστότητα του Παλιουρίτη μαθεύτηκε γρήγορα και στις ελληνικές κοινότητες της Δύσης, οι οποίες εκείνη την εποχή άκμαζαν. Έτσι στάλθηκε για αυτόν μια πρόσκληση από ένα σχολείο από μια ελληνική κοινότητα της Ιταλίας , από το Λιβόρνο, όπου εργάστηκε μέχρι το θάνατο του ( 23 Μαρτίου 1816). Ο ίδιος εργάστηκε στο Ελληνομουσείο όπως αποκαλούσαν αυτό το σχολείο με ζήλο και επίσης έγραψε πολλά έργα, τα οποία διασώζονται μέχρι σήμερα.
Η εποχή στην οποία έζησε ήταν όταν τα Ιωάννινα αποτέλεσαν το σημαντικότερο κέντρο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού μαζί με την Κωνσταντινούπολη και τα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού στη Βιέννη και στο Βουκουρέστι. Οι λόγιοι του Νεοελληνικού Διαφωτισμού οι οποίοι αντιμάχονταν την μοιρολατρική θεώρηση της κατάστασης από την επίσημη εκκλησία, προσπάθησαν(και τελικά κατάφεραν) να πείσουν τους χριστιανούς ρωμιούς ότι οι τελευταίοι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Σε αυτό συντέλεσαν οι ευρωπαίοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, το τεράστιο φιλελληνικό κίνημα και οι ευρωπαίοι περιηγητές κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Φυσικά οι δυσκολίες ήταν τεράστιες στο έργο τους μιας και ο λαός δεν ήταν και τόσο δεκτικός σε αυτή την εθνογένεση.