Αρχαία Πασσαρώνα
Στο λόφο «Καστρί» (υψ.761 μ.), στην περιοχή του χωριού Μεγάλο Γαρδίκι του Δήμου Ζίτσας, 10-11 χλμ. βόρεια-βορειοδυτικά της πόλης των Ιωαννίνων, σώζονται κατάλοιπα οχυρωμένης αρχαίας πόλης, ενώ στις παρυφές του λόφου, 2 χλμ. βόρεια της ακρόπολης, σώζονται λείψανα αρχαίου ναού. Στην περιοχή έχουν γίνει περιορισμένες συστηματικές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ. Δάκαρη υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Μικρής έκτασης διερευνητική ανασκαφική έρευνα διενεργήθηκε επίσης από τη ΙΒ΄ Εφορεία Αρχαιοτήτων Ηπείρου.
Η θέση είναι φύσει και θέσει οχυρή με εξέχουσα στρατηγική σημασία καθώς δεσπόζει και ελέγχει το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, τη φυσική δίοδο προς την κοιλάδα του άνω ρου του Καλαμά αλλά και τα ορεινά περάσματα προς βορρά. Το ισχυρό τείχος ακολουθεί τη φυσική διαμόρφωση του εδάφους και περιβάλλει την επίπεδη κορυφή του κωνικού λόφου (διαστ. 260Χ150 μ.). Έχει μήκος 800 μ., πλάτος που κυμαίνεται από 3.20 μ. στη νότια πλευρά έως 3.60 μ. στις υπόλοιπες και σώζεται καλύτερα στο ανατολικό και νότιο τμήμα του.
Το νότιο, δυτικό και βόρειο σκέλος του τείχους σχηματίζουν μία καμπύλη (οφιοειδή στα βόρεια) γραμμή με ορθογώνιους πύργους και γωνιώδεις θλάσεις κατά διαστήματα, που διακόπτεται από δύο έως τέσσερα ανοίγματα-πυλίδες. Οι πύργοι έχουν πλάτος 6-7 μ., προέχουν κατά 4.20-6.00 μ. και φέρουν λαξευτή ταινία στις δύο ελεύθερες γωνίες. Το πιο βατό σημείο της θέσης, όπου καταλήγει ο τουρκικός δρόμος, είναι στη βόρεια πλευρά, όπου διακρίνονται μόνον ίχνη από το τείχος. Στη δυτική πλευρά διασώζονται δύο μικρές πυλίδες, η μία στη βορειοδυτική γωνία με πύργο στη μία της πλευρά, πλάτ. 1.60 μ., και μία νοτιότερα.
Το ανατολικό σκέλος του τείχους, που σε ορισμένα τμήματα σώζεται σε ύψος έως 3 μ., είναι αρτιότερα οχυρωμένο με πυκνότερους πύργους και θλάσεις καθώς στο τμήμα αυτό το ύψωμα παρουσιάζει ηπιότερες κλίσεις. Συγχρόνως εδώ βρίσκεται η κύρια πύλη της ακρόπολης που προστατεύεται από έναν ισχυρό πύργο ενισχυμένο στο εσωτερικό με δύο ζεύγματα σε σχήμα σταυρού. Στην πλευρά του πύργου προς την είσοδο διατηρείται ένα μεγάλο ορθογώνιο άνοιγμα για την ασφάλιση της πύλης με τη βοήθεια δοκαριού. Λίγα μέτρα δυτικά της πύλης διασώζεται μία θλάση και ένας άλλος πύργος. Μία άλλη πιθανή πύλη υπήρχε στη νοτιοανατολική γωνία του περιβόλου.
Στην οικοδόμηση του τείχους έχει χρησιμοποιηθεί κατά κύριο λόγο το πολυγωνικό σύστημα τοιχοδομίας με λίθους κατά κανόνα ανισόπλευρους τετράπλευρους, ενώ δεν λείπει και το ακανόνιστο ισοδομικό. Μερικές φορές στη βάση του τείχους είναι τοποθετημένοι ορθογώνιοι λίθοι σαν ορθοστάτες. Το εσωτερικό είναι γεμισμένο με απελέκητους μικρούς και μεγάλους λίθους και ενισχυμένο με εγκάρσια ζεύγματα κατά αποστάσεις 2.50-5.00 μ. Νεότερες επισκευές από ασβέστη δεν παρατηρούνται.
Η χρήση δύο διαφορετικών συστημάτων τοιχοδομίας δεν πρέπει να οφείλεται σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις, αλλά στο διαθέσιμο υλικό και στη διάθεση για διακόσμηση κυρίως στην ανατολική, βατή πλευρά. Η ορατή πλευρά των λίθων παρουσιάζει το μόνιμο χαρακτηριστικό των τειχών της Ηπείρου, δηλ. κύρτωση, που αυξάνει βαθμιαία προς το κέντρο και προκαλεί εντύπωση ποικιλίας, ευρωστίας και αδρότητας.
Η μορφολογία του τείχους είναι κοινή στο συντηρητικό πολιτισμό της Ηπείρου και δεν επιτρέπει ασφαλή χρονολόγηση της ακρόπολης, χρονολόγηση η οποία μπορεί να καθορισθεί με άλλα κριτήρια.
Στο εσωτερικό του τείχους διακρίνονται ίχνη αρχαιότερου οχυρωματικού περιβόλου ακρόπολης η οποία είχε εμβαδόν 36,5 στρέμματα. Έχουν διαπιστωθεί επίσης σποραδικά ίχνη αρχαίων κτηρίων και τέσσερις δεξαμενές για τη συγκέντρωση νερού απαραίτητου σε καιρό πολιορκίας. Από αυτές μία τετράγωνη δεξαμενή, αν και δείχνει πως κατασκευάστηκε από τους Τούρκους, έχει χαμηλότερα αρχαίους τοίχους, ίσως ρωμαϊκών χρόνων. Από τις δύο κυκλικές δεξαμενές μία είναι αμφιβόλου εποχής, ενώ η άλλη θεωρείται αρχαία λόγω της κατασκευής από λίθους μετρίου μεγέθους άλλοτε με ισοδομικό και άλλοτε με πολυγωνικό τρόπο χωρίς χρήση ασβέστου για συνδετική ύλη. Εξωτερικά, γύρω από το στόμιό της, διαγράφονται ίχνη τοίχων, που θα αποτελούσαν το προστομιαίο ή την περίφραξή της. Σε μία άλλη ακόμη δεξαμενή έχει διαπιστωθεί εσωτερικά παχύ επίχρισμα ασβεστοκονιάματος.
Στο εσωτερικό του τείχους συναντώνται επίσης κτήρια και εκτεταμένες οχυρώσεις της περιόδου των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), όταν κατασκευάστηκαν με σκυροκονίαμα ισχυρά οχυρωματικά έργα από το στρατηγό Von Golez και τον αρχηγό του οθωμανικού πυροβολικού Βεχήπ Βέη. Η θεμελίωση των πολυβολείων είχε διαταράξει τις αρχαίες επιχώσεις.
Ωστόσο, κατά την ανασκαφική έρευνα της ΙΒ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων βρέθηκαν τμήματα οικιών που χρονολογούνται στους ελληνιστικούς χρόνους. Συγκεκριμένα, στο κέντρο περίπου της ακρόπολης αποκαλύφθηκε τμήμα ενός κτηρίου (κτήριο Α), μάλλον οικίας, που διατηρείται στο επίπεδο της θεμελίωσης από ακανόνιστες λιθοπλίνθους, με χρηστική κεραμική, νομίσματα και εργαλεία του 3ου έως α΄ μισό 2ου αι. π.Χ., καθώς και θραύσματα ενσφράγιστων κεράμων κορινθιακού και λακωνικού τύπου. Τα κινητά ευρήματα είναι ενδεικτικά για τη χρονολόγηση χρήσης και εγκατάλειψης του κτηρίου το οποίο φαίνεται ότι καταστράφηκε γύρω στα μέσα του 2ου αι. π.Χ.
Βρέθηκαν επίσης οι περιμετρικοί τοίχοι ενός ορθογώνιου κτηρίου (κτήριο Β ) (διαστ. 35 x 17 μ.) στο βορειοδυτικό τμήμα του οποίου εντοπίσθηκαν πέντε εσωτερικοί χώροι. Η τοιχοδομία του κτηρίου, που εδράζεται πάνω στο φυσικό βράχο, είναι κατασκευασμένη από ανισομεγέθεις λιθοπλίνθους. Το κτήριο έχει δύο οικοδομικές φάσεις, όπως υποδεικνύουν τα κινητά ευρήματα, μεταξύ των οποίων ενσφράγιστα θραύσματα κεράμων στέγης, νομίσματα και σιδερένια εργαλεία. Η α΄ οικοδομική φάση τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. έως τον 1ο αι. μ.Χ., ενώ συναντώνται και ίχνη μεταγενέστερης χρήσης του χώρου (κιβωτιόσχημοι τάφοι μεσαιωνικών χρόνων με πέντε ταφές). Η περίμετρος του κτηρίου Β, τμήματα του οποίου ανασκάφηκαν, ορίζει ένα οικοδομικό τετράγωνο της αρχαίας ακρόπολης, στο οποίο περιλαμβάνονται μία ή δύο οικίες.
Η καταστροφή του κτηρίου, όπως και όλης της ακρόπολης, συνδέεται με τη καταστροφή της Ηπείρου το 167 π.Χ. από τα ρωμαϊκά στρατεύματα τα οποία με απόφαση της ρωμαϊκής Συγκλήτου κατέστρεψαν 70 πόλεις, τις περισσότερες μολοσσικές, και οδήγησαν ως δούλους στην Ιταλία 150000 νέους και νέες για να κοσμήσουν το θρίαμβο του Αιμιλίου Παύλου (Στράβ. VII 7,3 [322], Πολύβ. 30, 15, Liv. XLV 34, Plin. NH IV 39). Στους χρόνους του Αυγούστου τοποθετείται η επαναχρησιμοποίηση του χώρου, πιθανόν ως έδρα τοπικού διοικητή. Οι μεσαιωνικές ταφές, που αποκαλύφθηκαν ανάμεσα στα αρχαία ερείπια και τα μεταγενέστερα επί τουρκοκρατίας οχυρωματικά έργα, είναι ενδεικτικές για τη διαχρονική εγκατάσταση στο χώρο και τη μεγάλη στρατηγική σημασία της θέσης.
Εμπρός από τη βόρεια πύλη του τείχους, στη φυσική κλίση της πλαγιάς, έχουν διαπιστωθεί από τον Σ. Δάκαρη κατάλοιπα διαμόρφωσης κοίλου ιδιότυπου θεάτρου, διαμέτρου περίπου 50 μ., που πιθανόν έφερε ξύλινα ικριώματα. Δεν αποκλείεται επίσης η ύπαρξη αγοράς στο εσωτερικό της ακρόπολης και γυμνασίου, όπως υποδεικνύει αναθηματική επιγραφή, στην οποία αναφέρεται κάποιος Αντιγονεύς αγωνοθέτης.
Για την ασφαλή ταύτιση της ακρόπολης στο λόφο «Καστρί» του Γαρδικίου με την αρχαία Πασσαρώνα οι φιλολογικές μαρτυρίες δεν είναι επαρκείς και τα ανασκαφικά δεδομένα παραμένουν πενιχρά. Σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος 5.2) η Πασσαρών ήταν πρωτεύουσα του κράτους των Μολοσσών και έδρα του βασιλικού οίκου των Αιακιδών. Στην Πασσαρώνα πρέπει να κατέφυγε στα 465 π.Χ. ο νικητής της Σαλαμίνας Θεμιστοκλής αναζητώντας καταφύγιο στο βασιλιά Άδμητο ο οποίος σεβάστηκε τον ικέτη, γιατί μέγιστον ην ικέτευμα τούτο (Θουκ. Ι 136), δεν τον παρέδωσε στους απεσταλμένους Αθηναίους και Λακεδαιμονίους και τον φυγάδευσε δια ξηράς στις Μακεδονικές ακτές απ’ όπου δια θαλάσσης έφθασε στην Ασία. Επίσης είναι πιθανό στην Πασσαρώνα να δίδαξε ο Ευριπίδης την Ανδρομάχη στην πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού πολέμου, όπως μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα σχόλια του στίχ. 445.
Με την Πασσαρώνα συνδέεται άμεσα και ο βασιλιάς της Ηπείρου Πύρρος (Πλούτ. Πύρρος 5) όχι μόνον στο πλαίσιο της ευρύτερης αμυντικής του πολιτικής αλλά επειδή επρόκειτο για το κέντρο των γενεαλογικών παραδόσεων των Μολοσσών και την έδρα της μολοσσικής εξουσίας, όπου παρέμειναν βασιλιάς και άρχοντες. Ωστόσο το 295 π.Χ ο Πύρρος, παρά τη στενή σύνδεσή του με την αρχέγονη πρωτεύουσα των Μολοσσών και τον κατ’ εξοχήν σεβαστό θεό, τον Άρειο Δία, δεν δίστασε να μεταφέρει την πρωτεύουσα του κράτους από την Πασσαρώνα στην Αμβρακία για να εξυπηρετήσει το πολιτικό και ιδεολογικό του πρόγραμμα και να διατηρήσει την ισχυρή του θέση μεταξύ των άλλων βασιλέων στο πλαίσιο των γενικότερων πολιτικών του επιδιώξεων (Στράβων VII. 7. 6.). Ωστόσο η Πασσαρών και το Ιερό του Αρείου Διός πρέπει να παρέμειναν το κέντρο των συνελεύσεων του Κοινού των Μολοσσών, σύμφωνα με τη ρητή βεβαίωση του Πλουτάρχου (Πύρρος 5): ειώθησαν οι βασιλείς εν Πασσαρώνι...ορκωμοτείν.
Ο Σ. Δάκαρης έχει ταυτίσει την αρχαία Πασσαρώνα με την ακρόπολη του Γαρδικίου με βάση τις παραπάνω φιλολογικές μαρτυρίες και τους παρακάτω ιστορικούς και τοπογραφικούς συσχετισμούς: Στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, νοτιoανατολικά και βορειοδυτικά της λίμνης Παμβώτιδας, διασώζονται δύο σημαντικές ακροπόλεις με ισχυρά τείχη, η ακρόπολη της Καστρίτσας και η ακρόπολη του Γαρδικίου, όπου πιθανόν υπήρχε κάποιος πυρήνας προϊστορικής ζωής. Εξάλλου, κατά μία άποψη, το τοπωνύμιο Πασσαρών υποδηλώνει λιμναίο οικισμό και πιθανόν συνδέει την προϊστορική εγκατάσταση στην περιοχή με τους πρώτους Μολοσσούς της λεκάνης των Ιωαννίνων, οι οποίοι κατά τον Σ. Δάκαρη προέρχονται από τη Δυτική Μακεδονία, πιθανόν από την περιοχή της Καστοριάς, όπου έχουν διαπιστωθεί λιμναίοι οικισμοί.
Κατά τους ιστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρεί ο Ψευδο-Σκύλαξ (Περίπλους 28), που έγραψε στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. επιτομή παλαιότερου περίπλου, οι Μολοσσοί, όπως και οι Θεσπρωτοί και Κασσωπαίοι, κατοικούσαν κατά κώμας. Η κατάσταση αυτή άλλαξε στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., την περίοδο της βασιλείας του Θαρύπα (420-400 π.Χ.) για τον οποίο ο Πλούταρχος (Πύρρος Ι. 3 ) αναφέρει: ελληνικοίς έθεσι και γράμμασι και νόμοις φιλανθρώποις διακοσμήσαντα τας πόλεις ονομαστόν γενέσθαι. Επί Θαρύπα και επί του διαδόχου του Αλκέτα (385-370 π.Χ.) οι αλλαγές στην Ήπειρο είναι ριζικές. Ευθύς μόλις ο Θαρύπας ανέρχεται στο θρόνο συνάπτει συμμαχία με τους Αθηναίους οι οποίοι τον είχαν περιθάλψει όταν κατέφυγε εξόριστος στην Αθήνα (Θουκυδίδης 2.80.6). Δημιουργείται ο πρώτος πολιτικός συνασπισμός των Ηπειρωτικών φύλων, το Κοινόν των Μολοσσών, κόβονται τα πρώτα Ηπειρωτικά νομίσματα, εκσυγχρονίζεται η διοίκηση με τη θέσπιση Βουλής και ετήσιων αρχόντων, ψηφίζονται δημοκρατικοί νόμοι και εισάγεται το αττικό αλφάβητο (Just. 17. 3. 12). Γι αυτό δίκαια οι Μολοσσοί θεωρούσαν τον Θαρύπα σταθμό στην ιστορία τους και με βάση αυτόν χρονολογούσαν τα ιστορικά γεγονότα (Παυσ. 1.11.1). Προϋπόθεση όμως των μεταρρυθμίσεων αυτών είναι ο συνοικισμός των κωμών σε πόλεις, οι οποίες συγκροτούνται στις περιοχές που κατοικούσαν τα μεγάλα φύλα, και επομένως η αστικοποίηση του γεωργικού και κτηνοτροφικού πληθυσμού. Τα ευρήματα των πόλεων, που δημιουργήθηκαν, υποδηλώνουν υψηλό και ανεπτυγμένο κοινωνικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Με βάση τα παραπάνω ο Σ. Δάκαρης θεωρεί ότι οι κώμες του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. συνοικίσθηκαν στο λόφο της Καστρίτσας και στην επίπεδη κορυφή του λόφου στο Μ. Γαρδίκι. Το πολυγωνικό τείχος της αρχαιότερης ακρόπολης, που έχει διαπιστωθεί στο Γαρδίκι, συνδέεται με αυτόν τον πρώτο συνοικισμό. Την άποψη αυτή ενισχύουν η μορφολογία των τειχών και κυρίως οι ιστορικοί συσχετισμοί, σύμφωνα με τους οποίους και οι δύο ακροπόλεις ανήκαν στην ίδια εξουσία, εξυπηρετούσαν τα ίδια πολιτικά και κοινωνικά σχέδια και κυρίως προστάτευαν το λεκανοπέδιο των Μολοσσών από Β και Ν. Κατά τον Σ. Δάκαρη το κέντρο της Μολοσσίας αποτελεί το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων το οποίο από τη αυγή του προϊστορικού πολιτισμού της Ηπείρου και έως σήμερα παραμένει το σημαντικότερο τμήμα της, η σπονδυλική της στήλη και επομένως η παλαιά πρωτεύουσα των Μολοσσών, η Πασσαρών, για στρατηγικούς, πολιτικούς και οικονομικούς λόγους πρέπει να βρισκόταν στο λεκανοπέδιο.
Την άποψη αυτή ενισχύουν οι πληροφορίες του Λιβίου (XLV, 26), σύμφωνα με τις οποίες ο L. Anicius Gallus το 167 π.Χ., αφού άφησε στρατό στην Ιλλυρία, βάδισε με το υπόλοιπο στράτευμα κατά της Ηπείρου και εισήλθε στη Μολοσσίδα "cuius omnibus oppidis, praeter Passaronem et Tecmonem et Phylaceum et Horreum, receptis, primum ad Passaronem ducit". Συνεπώς η Πασσαρών για τον στρατό που κατέβαινε από βορρά βρισκόταν πρώτη στο δρόμο του, βορειότερα της Τέκμωνος. Εξάλλου η περιοχή θα έπρεπε να είναι κατάλληλη για τη διαχείμαση πολυάριθμου στρατού και τη διατροφή των υποζύγιων ζώων του στρατεύματος. Επομένως η ακρόπολη του Γαρδικίου, παρά την έλλειψη ακριβέστερων μαρτυριών, διεκδικεί κατά τον Σ.Δάκαρη "ασφαλώς τη θέση της Πασσαρώνος". Παράλληλα η ακρόπολη στην Καστρίτσα ταυτίζεται με την αρχαία Τέκμωνα, καθώς βρίσκεται νοτιότερα από την Πασσαρώνα, η έκτασή της δικαιολογεί την αντίσταση που αντιμετώπισε ο στρατός του Ανικίου ύστερα από την κατάληψη της Πασσαρώνος και τέλος η μέχρι θεμελίων καταστροφή των τειχών της μαρτυρεί τη μανία του στρατηγού Ανικίου για την πεισματική αντίσταση των κατοίκων της.
Την ταύτιση των καταλοίπων στο λόφο "Καστρί" με την αρχαία Πασσαρώνα ενισχύουν τα ερείπια του αρχαίου ναού που είχαν αποκαλυφθεί από τον Δ. Ευαγγελίδη με συνεργάτη τον Σ. Δάκαρη βόρεια της ακρόπολης, στις παρυφές του λόφου στο Μ. Γαρδίκι. Πρόκειται για ναό με πτερό, μοναδικό περίπτερο ναό στην κεντρική Ήπειρο, διαστ. 19,30 x 11 μ., με πρόδομο και σηκό. Από το ναό, που είναι κατασκευασμένος από ασβεστόλιθο, έχει σωθεί η ευθυντηρία της βορειοανατολικής μακράς πλευράς ενώ λείπουν οι περισσότεροι λίθοι των άλλων πλευρών.
Πλάκες με χρώμα ρόδινο, κυανό και λευκό, που έχουν βρεθεί, προέρχονται από την πλακόστρωση του προδόμου, ενώ στους γύρω αγρούς βρέθηκαν διασκορπισμένα αρκετά κομμάτια σφονδύλων κιόνων, άλλα από μάρμαρο και άλλα από ασβεστόλιθο. Οι σφόνδυλοι αυτοί πρέπει να προέρχονται από τους κίονες του ναού, ο οποίος πιθανόν θα είχε περίσταση με 6 x 11 κίονες, ενώ η διαμόρφωση του προδόμου υποδεικνύει πρόσταση με 4 κίονες.
Από την ανωδομή του ναού σώθηκαν πολύ λίγα λείψανα, ενώ δύο ιωνικά ασβεστολιθικά κιονόκρανα, που βρέθηκαν, ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Μορφολογικά στοιχεία του ναού, όπως επίκρανο παραστάδας και του πρώτου αναβαθμού του στυλοβάτη, υποδεικνύουν κατά τους ανασκαφείς χρονολόγηση στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Λεπτό στρώμα ασβέστου, που περιτρέχει το ναό, συνδέεται πιθανόν με την καταστροφή του από πυρκαϊά ή πυρπόληση, ίσως από τα στρατεύματα του Αιμιλίου Παύλου το 167 π.Χ.
Εμπρός από το ναό διασώζονται λείψανα πλακόστρωσης εντός της οποίας ιδιαίτερη πλακόστρωση και αναθυρώσεις υποδεικνύουν κτίσμα (διαστ. 3 x 4,20 μ.) και πιθανόν βωμό με πρόθυση. Στη νότια πλευρά της πλακόστρωσης σώζεται θεμέλιο που χρησίμευε πιθανόν ως υπόβαθρο βάσης κάποιου μνημείου (διαστ. 4 x 3,40 μ.), ίσως του ακέφαλου ανδριάντα ρωμαίου αυτοκράτορα που βρέθηκε εκεί. Στη βόρεια πλευρά του ναού αποκαλύφθηκε ταφικός περίβολος πρόχειρα κτισμένος με ανώμαλους λίθους και εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη σε δεύτερη χρήση. Μέσα στον ταφικό περίβολο βρέθηκαν δύο συλημένοι κιβωτιόσχημοι τάφοι χωρίς καλυπτήριες πλάκες.
Από την περιοχή του ναού προέρχονται λίγα προϊστορικά όστρακα, νομίσματα, αποτμήματα από χάλκινα αγάλματα, αγνύθες κ.λ.π., καθώς και λείψανα βάθρων στη βορειοανατολική πλευρά του ναού και δύο ενδιαφέρουσες επιγραφές. Από αυτές στη μία, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ., διασώζεται ψήφισμα του Κοινού των Ατεράργων το οποίο αναφέρεται στην ανανέωση φιλίας και προξενίας που είχε συναφθεί παλαιότερα μεταξύ Ατεράργων και Περγαμίων. Στην άλλη αναθηματική επιγραφή των αρχών του 2ου αι. π.Χ. γίνεται μνεία του Κοινού των Ηπειρωτών, επί προστάτου Νικάνορος Κασσωπαίου.
Η ύπαρξη αφιερωμάτων κοντά στο ναό, όπως ο ρωμαϊκός ανδριάντας, πιθανόν του αυτοκράτορα Αδριανού που επισκέφθηκε τη Δωδώνη το 132 μ.Χ., και τα αναθηματικά βάθρα δείχνουν ότι το Ιερό απολάμβανε ιδιαίτερου σεβασμού και από αυτούς ακόμη τους Ρωμαίους. Εξάλλου το περιεχόμενο των επιγραφών, που έχουν βρεθεί, δημιουργεί την εντύπωση ότι στο Ιερό αυτό ή γενικά στην περιοχή του Ιερού είχαν κατατεθεί και φυλάσσονταν, σαν σε επίσημα αρχεία του κράτους, τα δημόσια ψηφίσματα. Τέτοιο όμως Ιερό μέσα στο κέντρο της Μολοσσικής γης ήταν το Ιερό του Αρείου Διός ο οποίος λατρευόταν στην Πασσαρώνα. Στο Ιερό αυτό συγκεντρώνονταν ο βασιλιάς, οι άρχοντες και ο λαός των Μολοσσών την άνοιξη, όταν ο περισσότερος πληθυσμός, ο οποίος ήταν κτηνοτροφικός, μετακινούνταν με τα κοπάδια από τα πεδινά προς τα δροσερά βοσκοτόπια της Πίνδου. Η συγκέντρωση αυτή, κατά την οποία δινόταν εκ μέρους του βασιλιά και των υπηκόων του αμοιβαίες ένορκες υποσχέσεις ενώπιον του Αρείου Διός, είχε σκοπό να κατοχυρώσει τις πολιτικές σχέσεις του ηγεμόνα με τους υπηκόους του καθώς και τα αμοιβαία δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.
Τεκμήριο για τα παραπάνω θεωρεί ο Σ. Δάκαρης το περιεχόμενο ενός σημαντικού ενεπίγραφου μαρμάρινου αναγλύφου το οποίο βρέθηκε σε ένα σπίτι στο κάστρο των Ιωαννίνων και μεταφέρθηκε στο μουσείο από τον Φ. Πέτσα (αρ. ευρ. 27), αλλά προέρχεται από την περιοχή του Γαρδικίου. Στο αποσπασματικά σωζόμενο έργο η παράσταση περιλαμβάνει τμήμα ενός άρματος, στο οποίο επιβαίνει μία ανδρική μορφή με γυμνό κορμί, ενώ διακρίνεται τμήμα της χλαμύδας που ανεμίζει. Από τον άνδρα λείπουν το κεφάλι και ο λαιμός, καθώς και το αριστερό χέρι από το ύψος του ώμου. Διακρίνονται η ράχη και τα πίσω σκέλη των δύο υποζυγίων, προφανώς αιλουροειδών, ενώ από το όχημα αποδίδεται μόνον ο δίφρος που είναι κλειστός από τις τρεις πλευρές, και από τους τροχούς του άρματος δηλώνεται μόνον ο ένας. Στην επάνω δεξιά πλευρά του αναγλύφου είναι χαραγμένη επιγραφή σε τέσσερις στίχους: Αρά / τω Διί / ου βέλο[ς] διίπτατ[αι].
Στην παράσταση του αναγλύφου ο Σ. Δάκαρης αναγνώρισε τη μορφή του Διός επάνω σε άρμα που το σέρνουν δύο λιοντάρια. Το ακανόνιστο αναγλυφικό έξαρμα στη δεξιά πλευρά της παράστασης αποδίδει συνοπτικά το φυσικό περιβάλλον απεικονίζοντας την πλαγιά ενός βουνού από όπου κατέρχεται το άρμα.
Το ανάγλυφο, με βάση τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά και ιστορικούς λόγους τοποθετείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π. Χ., ενώ η επιγραφή στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. Πρόκειται επομένως για μνημείο σε δεύτερη χρήση.
Το περιεχόμενο της επιγραφής θα πρέπει να εμπνέεται από ένα τρίμετρο το οποίο σχετίζεται με κάποιο τοπικό λατρευτικό ύμνο ή επίκληση στον Άρειο Δία της Πασσαρώνος. Η επιγραφή ανακαλεί τον στίχο του Ευριπίδη (Ικέτιδες 860): Οράς το λάβρον ου βέλος διέπτατο; Ο χαρακτηρισμός του Διός ως Αρείου τον συνδέει με την Πασσαρώνα, όπου ο θεός λατρευόταν ως επόπτης και εγγυητής των ένορκων υποσχέσεων, των αρών που δίνονταν στο ναό του Αρείου Διός κάθε άνοιξη ανάμεσα στο βασιλιά και το λαό. Σε μία τέτοια γιορτή στο Ιερό του Αρείου Διός έγινε το γνωστό από τους αρχαίους συγγραφείς (Πλούτ. Πύρρος V) επεισόδιο με τον Γέλωνα, ο οποίος χάρισε στον Πύρρο δύο ζευγάρια βοών αροτήρων και έγινε αφορμή να εξυφανθεί δολοφονική συνωμοσία εναντίον του, που κατέληξε όμως σε αντίθετο αποτέλεσμα με το φόνο του συμβασιλέα Νεοπτολέμου. Ωστόσο, κατά τον Ν. Κατσικούδη, η επίκληση του Αρείου Διός σε επιγραφή του τέλους του 3ου αι. π.Χ. είναι πιθανό να μην συνδέεται με την ανταλλαγή όρκων μεταξύ βασιλέως και υπηκόων, καθώς η δυναστεία των Αιακιδών καταλύεται γύρω στο 232 π.Χ., αλλά να αποτελεί την επίκληση της πρωτογενούς πολεμικής ιδιότητας του Διός. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην πιθανότητα να συνδέεται η επαναχρησιμοποίηση του μνημείου στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. με την εισβολή των Μακεδόνων και των Ηπειρωτών στο Θέρμο της Αιτωλίας το 218 π.Χ. Τη σύνδεση αυτή υποδεικνύει περιφερόμενος στίχος του νεαρού ποιητή Σάμου, γιου του Χρυσογόνου, που ήταν σύντροφος του Φιλίππου Ε΄ και τον ακολουθούσε στις πολεμικές επιχειρήσεις του. Το περιεχόμενο του στίχου : οράς το δίον ου βέλος διέπτατο; είναι παρόμοιο με την επιγραφή του αναγλύφου από την Πασσαρώνα και τον στίχο του Ευριπίδη, όπως είχε διαπιστώσει ο Σ. Δάκαρης. Το στίχο αυτόν ανέγραφαν οι στρατιώτες του Φιλίππου στους τοίχους των οικοδομημάτων κατά την εισβολή τους στο Θέρμο (Πολύβ. V, 9,5).