ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΡΑΙΚΟΥ

      Το  χωριό  Ράϊκου (σημερινή  ονομασία:  Ράϊκο)  βρισκόταν  στη  δεξιά  όχθη  του  Καλαμά  και  πριν  από  τη  συμβολή  του  με  το  Σμολίτσα  ποταμό  πάνω  σε  λόφο  κατάρρυτο,  αποτελούσε  ένα  από   τα  ομορφότερα  χωριά  της  επαρχίας. 

      Το τοπωνύμιο προέρχεται από το επώνυμο Ράϊκος , που είναι προσαρμογή στην ελληνική του σλάβικου Rajko. Το όνομα του χωριού, διαιωνίζει αυτό του πρώτου Σλάβου οικιστή ή ιδιοκτήτη της περιοχής. Ομώνυμος του χωριού Ν. Ράϊκος είναι ο επιφανής Ρώσος φιλέλληνας, που πήρε μέρος σαν αξιωματικός στην επανάσταση, μετά δε την απελευθέρωση και την ίδρυση της σχολής Ευελπίδων υπήρξε ο πρώτος διοικητής της. Ωστόσο, επειδή το σλάβικο προσωνύμιο συναντιέται επίσης και στα ανατολικά καιδυτικά σλάβικα, υποστηρίζεται, ότι είναι προτιμότερη η αναγωγή στο σλάβικο ουσιαστικό raj «ο παράδεισος».

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

        Το χωριό του Ράϊκου βρισκόταν παλιά βορειότερα, όπου υπήρχε η τοποθεσία «Παλιόσπιτα» και μετακινήθηκε, άγνωστο πότε , στη σημερινή τουθέση, εξαιτίας επιδημίας χολέρας. Πρώτη αναφορά για το χωριό γίνεται στηΓεωγραφία του Μελετίου, που είναι γραμμένη στα τέλη του 17ου αιώνα, όπου αναφέρεται ως «Ράικον» και όχι Ράικου, καθώς και σε συμφωνητικό γράμμα της Μονής Παλιουρής στις 13 Μαίου 1733. Πριν από το 1735, όπως αναφέρει ο Λαμπρίδης, ανήκε στις ιδιοκτησίες του Στέμματος από όπου τοαγόρασαν «οι βαθύπλουτοι Καραγιανναίοι των Ιωαννίνων». Και ο Pouqueville στο γνωστό «Ταξίδι στην Ελλάδα» κάνει λόγο για το Ράϊκο και αναφέρει τα εξής: «το 1806 η επικράτεια του Βεζύρη Αλή τελείωνε στη γέφυρα του Ράϊκου. Από τη γέφυρα αυτή το χωριό απείχε σε απόσταση 1μιλίου το ομώνυμο χωριό χτισμένο σε ένα λόφο τριγυρισμένο από πυκνάδάση και λόχμες». Σύμφωνα με τον Αραβαντινό, στα μέσα του περασμένου αιώνα το χωριόείχε 20 σπίτια και 44 οικογένειες υπαγόταν στην Επισκοπή Βελάς και Κόνιτσας και ήταν εθνικό. Πώς το χωριό από ιδιόκτητο έγινε και πάλι εθνικό είναι άγνωστο. Επίσης δε συγκαταλέγεται στα τσιφλίκια του Αλή. Στις  14 Νοέμβρη 1865 σε μαρτυρικό του παπά και των δημογερόντων του, το χωριό χαρακτηρίζεται και πάλι ως ιμπλιάκι. Το 1887 το χωριό ανήκε στους  Γιαννιώτες αδελφούς Δημήτρη και Στεφανή Αράπη και Μουχαρέμ Τζιόρα Αργυροκαστρίτη από μισό. Το 1910 οι κάτοικοι του χωριού εξαγόρασαν τομερίδιο του Δημήτρη Αράπη (1/3 από το μισό), το 1925 έγινε μεταβίβαση των 2/6 του μεριδίου του Στεφανή Αράπη στο συνεταιρισμό του χωριού και το1923 απαλλοτριώθηκε και το υπόλοιπο μαζί με τα άλλα της επαρχίας Κουρέντων. Το χωριό του Ράϊκου αποτέλεσε επαναστατικό κέντρο κατά την Ηπειρωτική Επανάσταση του 1854. Σημειώθηκαν συγκρούσεις των αντιμαχομένων όπου Διοικητή Σουλεϋμάν αγά Ταχήρ. Μετά από αυτή τη νίκηέγιναν λεηλασίες και πυρπολήσεις των γύρω χωριών (που είχαν συσπειρωθεί με τους ηττημένους επαναστάτες) και το χωριό του Ράϊκου λεηλατήθηκε και τράπηκαν σε φυγή οι κάτοικοι και τα γυναικόπαιδα και στη συνέχεια εκδιώχθηκαν από τους άνδρες του Σουλεϋμάν αγά Ταχήρ. Κατά το έτος 1873 στο χωριό υπήρχαν 48 οικογένειες και λειτουργούσε αλληλοδιδακτικό σχολείο με 17 παιδιά, το οποίο αργότερα ονομάστηκε «Φιλίτειον» ύστερα από δωρεά του Δημητρίου Φιλίτη. Όπως προαναφέραμε, κάτω από το χωριό, στον Καλαμά, πάνω στο δρόμο που συνέδεε τα Γιάννενα με τους Φιλιάτες, υπήρχε πέτρινο γεφύρι με μια καμάρα, κτίσμα του Αλή πασά, που λεγόταν του Ράϊκου. Δίπλα του και πιο συγκεκριμένα στη δεξιά όχθη του ποταμού, υπήρχε φυλάκιο στρατού (νταμπόρ) με «επικεφαλή τσαούση ή όνμπαση της Χωροφυλακής και χάνι», ο οποίος φορολογούσε τους διαβάτες με χρήματα και τους βοσκούς με χρήματα και πρόβατα. Στην εποχή του Αλή πασά λειτουργούσε εκεί υποτελωνείο, όπου το τουρκικό κράτος (το 1853)είχε έσοδα 7.500 γρόσια. Σ’ αυτό το γεφύρι σταμάτησαν οι εξεγερμένοι το1830 κατά της Τουρκικής Διοίκησης- Αλβανοτσιάμηδες και από εδώ κατηύθυναν τα «γράμματά» τους στον πασά και τα χωριά τριγύρω. Το γεφύρι αυτό έπεσε στις αρχές Φλεβάρη του 1902, εξαιτίας σφοδρών βροχοπτώσεων και δεν ξαναέγινε. Πιο πέρα υπήρχαν ταμπακόμυλοι (ταμπακαριά), που σώζονται σήμερα μόνο ως τοπωνύμια. Στο Ράϊκο υπάρχουν οι εκκλησίες: της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται στο κέντρο του χωριού και ανεγέρθηκε το 1887 με συνδρομή των χριστιανών, της Παναγίας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου)του Αγίου Νικολάου, η οποία είναι η παλιότερη και όπου παρατηρήθηκαν Βυζαντινές τοιχογραφίες του 14ου αιώνα.Οι προαναφερόμενες εκκλησίες, σύμφωνα με μαρτυρικό του παπά και τωνδημογερόντων του (στις 14/11/1865), κατείχαν 14 αμπελοχώραφα σε 43 στρέμματα και 12 ελαιόδεντρα. Από τα έσοδα της περιουσίας αυτής το 1/10δινόταν στους σπάχηδες της περιοχής και αργότερα, μετά τη μεταρρύθμιση του 1846, το ποσοστό αυτό δινόταν στο βασιλικό χαζνέ.

Δημοτική Ενότητα: 

Τοποθεσία: 

Πηγή: 

Δήμος Ζίτσας

Δημιουργός: 

ΥΠΟΕΡΓΟ 1 «ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ & ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ & ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΞΑΤΟΜΙΚΕΥΜΕΝΩΝ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» της Πράξης «ΠΥΛΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΠΡΟΣΩΠΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΨΗΦΙΑΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΠΑΡΕΛΘΟΝ – ΠΑΡΟΝ & ΜΕΛΛΟΝ»

Δικαιώματα: 

Δήμος Ζίτσας