ΤΟΠΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΑΣΦΑΚΑΣ
Το όνομα του χωριού προέρχεται από την παλιά τοπωνυμία της περιοχής όπου αφθονούν οι ασφάκες ( ελελίφασκος - θάμνος ).
Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες Μητσικελίου 17 χλμ από την πόλη των Ιωαννίνων. Οι νεολιθικοί κάτοικοι της Ηπείρου εκτός από τα σπήλαια αναπτύχθηκαν και κατοίκησαν στις παρυφές λιμνών και πεδιάδων, όπως έγινε και στην περιοχή που βρίσκεται η Ασφάκα ,έχοντας ως κύριες ασχολίες την γεωργία ,την κτηνοτροφία, την αλιεία και το κυνήγι. Στην πρώιμη εποχή του χαλκού στην Νότια ήπειρο, συμπεριλαμβανομένου πιθανώς την περιοχή Ασφάκας ,επικρατεί το έθιμο ταφής σε συλλογικούς τύμβους, χωμάτινους η με λίθινους πυρήνες, μανδύες και εσωτερικούς περιβόλους, που περιείχαν κιβωτιόσχημους τάφους σε ακτινωτή διάταξη.
Η περιοχή της Ασφάκας συγκαταλεγόταν στους νότιους οικισμούς της ηπείρου που δεν ήταν οχυρωμένοι και αποτελούνταν από κυκλικές καλύβες με λίθινη δομή, έχοντας καθαρά γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Η δομή της κοινωνικής ομάδας χαρακτηρίζονταν από την ημινομαδική ομάδα ποιμενικών οικογενειών, σχηματίζοντας μικρές φυλές. Στο Δ.Δ. Ασφάκας έχουν εντοπιστεί χρονολογημένα ευρήματα της Νεολιθικής περιόδου( λείψανα οικισμού) στην πεδινή περιοχή ανάμεσα στην Ασφάκα και στην Πρωτόπαππα. Προϊστορικά ευρήματα επίσης έχουν βρεθεί στην θέση <<Ανάβρα>>, ενώ διάσπαρτα κινητά ευρήματα αναφέρονται στην περιοχή της εκκλησίας Αγ. Παρασκευής. Οι πρώτοι κάτοικοι της Νεότερης εποχής εγκαταστάθηκαν στην περιοχή το 1924 προερχόμενοι από την Μ. Ασία μετά τον διωγμό του 1922.Πριν εγκατασταθούν σε αυτό οι πρόσφυγες της Μ. Ασίας παλαιότερος οικισμός στα τέλη του 19ου αιώνα ,υπήρχε στο ύψωμα πάνω από την Αγ. Παρασκευή με την ονομασία <<Ντομπρό>> -βρέθηκαν μνήματα- εκεί που σήμερα υπάρχουν αρκετά αμπέλια. Ως το 1920 το μέρος ήταν γνωστό λόγω του χανίου που υπήρχε στην περιοχή και διανυκτέρευαν οι ταξιδιώτες δωρεάν. Στο ίδιο χάνι έμεναν και οι πρόσφυγες μόλις ήρθαν για 2-3 χρόνια ,ωσότου χτίσουν τα σπίτια τους. Οι κάτοικοι της Ασφάκας εγκατέλειψαν διωγμένοι τις πατρογονικές τους εστίες το 1922 και προέρχονται από το χωριό Ερπαρ της επαρχίας Μπάφρας της Τουρκίας κοντά στα παράλια της Σαμψούντας. Αρχικά κάποιοι κατευθύνθηκαν προς το Ρίο Αχαΐας και η πλειοψηφία στο Τύρναβο. Μετά λόγω δυσκολιών στην περιοχή εγκαταστάθηκαν στην Νέα Σελεύκεια Θεσπρωτίας όπου θα μείνουν για ένα εξάμηνο. Όντως δυσαρεστημένοι από την διαμονή τους σχηματίζουν 3μελής επιτροπή που θα αναζητήσει νέα εστία. Ερεύνησαν τον Αγ. Ιωάννη αρχικά αλλά βρήκαν προσφορότερο να εγκατασταθούν στην άκρη του έλους της Λαψίστας. Ως το 1950 οι κάτοικοι μιλούν την τουρκική γλώσσα μεταξύ τους μέχρι τον ερχομό του δασκάλου Κωνσταντίνου Κουνάβου. Τα πρώτα χρόνια και μέχρι τον πόλεμο οι πρόσφυγες έπαιρναν τα χωράφια και έσπερναν καλαμπόκι <<μεσιακά>> με τους ιδιοκτήτες.
Κύριες ασχολίες των κατοίκων η κτηνοτροφία και η γεωργία. Η Ασφάκα εντασσόταν στην επαρχία Κουρέντων. Μέχρι το 1932 διοικητικά υπαγόταν στην κοινότητα Περιβλέπτου, μετά αναγνωρίσθηκε ως κοινότητα με προεδρικό διάταγμα.
Πανελλήνιο ενδιαφέρον προκάλεσε η απαγωγή των πολιτευτών Γεωργίου Μελά – Αλέξανδρου Μυλωνά υποψήφιων βουλευτών του κόμματος των προοδευτικών το πρωι της 4ης Αυγούστου 1928 λίγο πριν την Ασφάκα στη θέση που βρίσκεται το γεφύρι. Την ίδια μέρα που ο Βενιζέλος μιλούσε στα Γιάννενα οι δυό πολιτευτές Ιωαννίνων επέστρεφαν από εξόρμηση στα χωριά. Οι ληστές Κουμπαίοι είχαν πάρει ένα κάρο με το οποίο έκλεισαν το γεφύρι ώστε να μην περάσει το αυτοκίνητο των πολιτικών. Οι ληστές άφησαν ελεύθερο τον οδηγό και τους δυο φίλους που συνόδευαν τους πολιτικούς και ζήτησαν 6 εκατομμύρια δρχ. για την απελευθέρωσή τους. Συνέχισαν προς το Μιτσικέλι και πρίν την κορυφή άφησαν τον Μυλωνά που δυσκολευόταν να περπατήσει και κατέστησαν σαφές ή τα χρήματα σε μια βδομάδα η το κεφάλι του Μελά. Το υποκατάστημα της εθνικής ανέλαβε να το καταθέσει, ένας δικολάβος ονόματι που γνώριζε τους ληστές ήρθε σε επαφή μαζί τους. Με την διαπραγμάτευση το ποσό έπεσε στα 5,2 εκατομμύρια δρχ. βάση ισχυρισμών ήταν αριθμημένα και δεν μπόρεσαν να τα κυκλοφορήσουν. Ακολούθησε σκληρό κυνηγητό. Πολλοί είπαν ότι πρόκειται για πολιτική απαγωγή.